πατροπαράδοτος

πατροπαράδοτος
πατροπαράδοτος, ον inherited, handed down from one’s father or forefathers/ancestors (Dionys. Hal. 5, 48; Diod S 4, 8, 5 [εὐσέβεια]; 15, 74, 5 [εὔνοια]; 17, 4, 1 [ἡγεμονία]; OGI 331, 49 [s. Welles p. 270]; PGM 33, 23; TestSol 13, 4 C) ἡ ματαία ἀναστροφὴ π. the futile way of life inherited from your ancestors 1 Pt 1:18 (WvUnnik, De verlossing 1 Pt 1, 18, 19, ’42, The Critique of Paganism in 1 Pt 1:18, Neotestamentica et Semitica [MBlack Festschr.], ’69, 129–42).—DELG s.v. δίδωμι. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πατροπαράδοτος — handed down from one s fathers masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατροπαράδοτος — η, ο / πατροπαράδοτος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει παραδοθεί από τους πατέρες, από τους προγόνους, που έχει μεταβιβαστεί διαδοχικά, ο κληρονομικός από παράδοση νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πατροπαράδοτο (ενν. πράγμα) παράδοση, προγονική κληρονομιία 2 …   Dictionary of Greek

  • πατροπαραδότως — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers adverbial πατροπαράδοτος handed down from one s fathers masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατροπαράδοτον — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers masc/fem acc sg πατροπαράδοτος handed down from one s fathers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατροπαραδότοις — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατροπαραδότου — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατροπαραδότους — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατροπαραδότων — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατροπαραδότῳ — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατροπαράδοτα — πατροπαράδοτος handed down from one s fathers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”